πρυμνός

πρυμνός
πρυμνός, sup. πρυμνότατος (Od. 17.463): at the extreme end, usually the lower or hinder part; βραχίων, ‘end’ of the arm near the shoulder, Il. 13.532 ; γλῶσσα, ‘root’ of the tongue, Il. 5.292; so κέρας, Il. 13.705; νηῦς πρυμνή, at the stern, ‘aft,’ ‘after part,’ cf. πρύμνη, Od. 2.417; δόρυ, here apparently the upper end, ‘by the point,’ Il. 17.618; of a stone, πρυμνὸς παχύς, thick ‘at the base,’ Il. 12.446 ; ὕλην πρυμνήν, wood ‘at the root,’ Il. 12.149.—Neut. as subst., πρυμ- νὸν θέναρος, ‘end of the palm,’ just below the fingers, Il. 5.339.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρυμνός — hindmost masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνός — ή, όν, Α (επικ. τ.) 1. έσχατος, τελευταίος («πρυμνὸς βραχίων» το έσχατο τμήμα τού βραχίονα το οποίο συνδέεται με τον ώμο, Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πρυμνός κάτωθεν βαρὺς ἤ πλοῡτος» 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυμνόν το κατώτατο τμήμα, το άκρο.… …   Dictionary of Greek

  • πρυμνότατον — πρυμνός hindmost masc acc superl sg (epic) πρυμνός hindmost neut nom/voc/acc superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνῆς — πρυμνός hindmost fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνῇ — πρυμνός hindmost fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνῇσι — πρυμνός hindmost fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνῇσιν — πρυμνός hindmost fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνή — πρυμνός hindmost fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνήν — πρυμνός hindmost fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλόπρυμνος — καλόπρυμνος, ον (Α) (σχόλ.) (για πλοίο) αυτός που έχει καλή, ωραία πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. καμπυλό πρυμνος, ορθό πρυμνος] …   Dictionary of Greek

  • καμπυλόπρυμνος — η, ο (Α καμπυλόπρυμνος, ον) αυτός που έχει καμπύλη πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ευρύ πρυμνος, ορθό πρυμνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”